- φυγόποινος
- ος, ο[ν] уклоняющийся, скрывающийся от наказания, ареста (после приговора)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φυγόποινος — η, ο, θηλ. και ος, Ν αυτός που αποφεύγει να εκτίσει την ποινή η οποία τού έχει επιβληθεί από δικαστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο (< θ. φυγ τού αορ. β ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω*) + ποινος (< ποινή), πρβλ. ἀξιό ποινος] … Dictionary of Greek
φυγόποινος — η, ο αυτός που αποφεύγει την έκτιση της ποινής του, κατάδικος που δε βρίσκεται στη φυλακή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek